-
1 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
2 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
-
3 промышленность
промышленностьж ἡ βιομηχανία:тяжелая (легкая) \промышленность ἡ βαρειά (ή ἐλαφρά) βιομηχανία· обрабатывающая \промышленность ἡ βιομηχανία κατεργασίας πρώτων ὑλών пищевая \промышленность βιομηχανία τροφίμων (или είδών διατροφής). -
4 βιομηχανία
η промышленность, индустрия;βαρεία (ελαφρά) βιομηχανία — тяжёлая (лёгкая) промышленность;
βιομηχανία τροφίμων ( — или ειδών διατροφής) — или επισιτιστική βιομηχανία — пищевая промышленность;
κατεργασίας πρώτων υλών — обрабатывающая промышленность;εμπορική βιομηχανία — коммерческое предприятие